- σάρωση
- η / σάρωσις, -ώσεως, ΝΑ [σαρῶ (-ώνω)]το σάρωμα («σάρωσις φύλλων», πάπ.)νεοελλ.1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση τού συνολικού πληροφοριακού περιεχομένου τού εξεταζόμενου αντικειμένου σε μεγάλο πλήθος στοιχειωδών πληροφοριών οι οποίες, κατόπιν, χάρη και στο μετείκασμα, ανασυντίθενται σε πλήρη εικόνα στην οθόνη ενός δέκτη τηλεόρασης, παλμογράφου ή ραντάρ2. τεχνολ. φάση τού κύκλου τής καύσης στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, κατά την οποία τα καυσαέρια αποβάλλονται πλήρως από τον κύλινδρο και στη θέση τους εισέρχεται καθαρός αέρας.
Dictionary of Greek. 2013.